φορτική

φορτική
φορτικός
fit for carrying
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φορτικῇ — φορτικός fit for carrying fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεβατομουρμούρα — η φορτική, δυσάρεστη συζήτηση στο κρεβάτι πριν από τον ύπνο …   Dictionary of Greek

  • λιπαρής — λιπαρής, ές (Α) [λιπαρώ] 1. αυτός που εμμένει, επίμονος, ακούραστος, ακαταπόνητος («εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα», Πλάτ.) 2. (για πράγματα ή καταστάσεις) συνεχής, διαρκής, αδιάλειπτος (α. «οὐδέν ἐλλείψουσι αὗται λιπαροῡς… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρία — (I) λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) [λιπαρώ] 1. εμμονή, επιμονή 2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά. (II) λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) [λιπαρός] πάχος, παχύτητα …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • πολιορκία — Σύνολο των επιχειρήσεων που γίνονται γύρω από μια οχυρή θέση, με σκοπό την άμεση κατάληψή της ή τον εξαναγκασμό της σε παράδοση. Μια π. απαιτεί τη χρήση όπλων, κατάλληλου υλικού και προπαρασκευές, εκτός από τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για …   Dictionary of Greek

  • φασαρία — η, Ν 1. θόρυβος, ταραχή, αναστάτωση 2. φορτική ασχολία, μπελάς 3. στον πληθ. οι φασαρίες·πολιτικές ταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fassaria] …   Dictionary of Greek

  • φορτικός — ή, ό / φορτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φόρτος] ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν. γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.) μσν. δυσνόητος, δύσκολος μσν. αρχ. (για νόμους ή… …   Dictionary of Greek

  • φασαρία — η (λ. ιταλ.) 1. θόρυβος, αταξία, αναστάτωση: Μιλούν όλοι μαζί και κάνουν φασαρία. 2. ενοχλητική φροντίδα, φορτική ασχολία: Τρέχει για το διορισμό του ξαδέρφου του κι έχει φασαρίες. 3. συνήθ. στον πληθ., φασαρίες πολιτικές ταραχές και συγκρούσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”